φρῡγανίζομαι

φρῡγανίζομαι

φρῡγανίζομαι, dürres Holz, Reisig sammeln und holen, um Feuer anzuzünden, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρυγανίζομαι — φρυγανίζομαι, φρυγανίστηκα, φρυγανισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φρυγανιζόμενον — φρυγανίζομαι pres part mp masc acc sg φρυγανίζομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg φρυγανίζω gather firewood pres part mp masc acc sg φρυγανίζω gather firewood pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγανιζομένῳ — φρυγανίζομαι pres part mp masc/neut dat sg φρυγανίζω gather firewood pres part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγανιζόμενος — φρυγανίζομαι pres part mp masc nom sg φρυγανίζω gather firewood pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγανίζεσθαι — φρυγανίζομαι pres inf mp φρυγανίζω gather firewood pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφρύγω — ἐμφρύγω και ἐμφρύττω (Α) 1. φρύγω, φρυγανιζω μέσα σε κάτι, ξεροτηγανίζω 2. μέσ. ἐμφρύγομαι ξεροψήνομαι, ξεροτηγανίζομαι, φρυγανίζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”