- φρῑκίασις
φρῑκίασις, ἡ, u. φρικιασμός, ὁ, Fieberschauer, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρῑκίασις, ἡ, u. φρικιασμός, ὁ, Fieberschauer, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρικίαση — η / φρικίασις, άσεως, ΝΜΑ [φρικιῶ] ρίγος, ανατριχίλα, τρεμούλιασμα νεοελλ. μτφ. ελαφρός κυματισμός υδάτινης επιφάνειας … Dictionary of Greek