φρῑκαλέος

φρῑκαλέος

φρῑκαλέος, 1) eigtl. rauh, uneben auf der Oberfläche; σπιλάς Philp. 32 (VII, 382); Tryphiod. 190. – 2) schaurig, schrecklich; νάπος Add. 2 (IX, 300); νέκυς Iul. Aeg. 59 (VII, 69); sp. D., wie Nonn. D. 9, 42.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρικαλέος — α, ο / φρικαλέος, α, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός 2. απαίσιος αρχ. 1. αυτός που αναρριγεί από το ψύχος 2. ο τραχύς στην επιφάνεια («φρικαλέῃσιν ἐπὶ πλευρῇσιν», Ανθ. Παλ.). επίρρ... φρικαλέως και φρικαλέα Ν κατά τρόπο φρικαλέο,… …   Dictionary of Greek

  • φρικαλέος — φρῑκαλέος , φρικαλέος shivering with cold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρικαλέος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που προκαλεί φρίκη (βλ. λ.), ο υπερβολικά φρικτός, ο τρομερός, ο φοβερός. 2. απαίσιος, αποκρουστικός: Το πρόσωπό του είναι φρικαλέο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρικαλέα — φρῑκαλέα , φρικαλέος shivering with cold neut nom/voc/acc pl φρῑκαλέᾱ , φρικαλέος shivering with cold fem nom/voc/acc dual φρῑκαλέᾱ , φρικαλέος shivering with cold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρικαλέαι — φρῑκαλέαι , φρικαλέος shivering with cold fem nom/voc pl φρῑκαλέᾱͅ , φρικαλέος shivering with cold fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρικαλέαις — φρῑκαλέαις , φρικαλέος shivering with cold fem dat pl φρῑκαλέᾱͅς , φρικαλέος shivering with cold fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρικαλέας — φρῑκαλέᾱς , φρικαλέος shivering with cold fem acc pl φρῑκαλέᾱς , φρικαλέος shivering with cold fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρικαλέον — φρῑκαλέον , φρικαλέος shivering with cold masc acc sg φρῑκαλέον , φρικαλέος shivering with cold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρικαλέᾳ — φρῑκαλέαι , φρικαλέος shivering with cold fem nom/voc pl φρῑκαλέᾱͅ , φρικαλέος shivering with cold fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… …   Dictionary of Greek

  • κροταλίας — Κοινή ονομασία διαφόρων ιοβόλων φιδιών που υπάγονται στα γένη Crotalus και Sistrurus της οικογένειας viperidae της τάξης των λεπιδωτών. Η ονομασία οφείλεται στο γεγονός ότι τα φίδια αυτά κροταλίζουν (κάνουν κρότο) με 5 6 κερατοειδείς δακτυλίους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”