- φρᾱνίζω
φρᾱνίζω, dor. = φρενόω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρᾱνίζω, dor. = φρενόω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρανίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φρενόω, σωφρονίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα φρᾰ ν τής λ. φρήν* «νους, σκέψη, καρδιά» και έχει σχηματιστεί κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
φρανίζειν — φρανίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)