- προ-ψηφίζω
προ-ψηφίζω, vorher abstimmen lassen, beschließen, Sp., wie D. Cass. 43, 13, im perf. pass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ψηφίζω, vorher abstimmen lassen, beschließen, Sp., wie D. Cass. 43, 13, im perf. pass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προεψηφισμένα — πρό ψηφίζομαι count perf part mp neut nom/voc/acc pl προεψηφισμένᾱ , πρό ψηφίζομαι count perf part mp fem nom/voc/acc dual προεψηφισμένᾱ , πρό ψηφίζομαι count perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) προεψηφισμένα , πρό ψηφίζω count perf par … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεψηφισμένων — πρό ψηφίζομαι count perf part mp fem gen pl προεψηφισμένων , πρό ψηφίζομαι count perf part mp masc/neut gen pl προεψηφισμένων , πρό ψηφίζω count perf part mp fem gen pl προεψηφισμένων , πρό ψηφίζω count perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεψήφιστο — πρό ψηφίζομαι count plup ind mp 3rd sg προεψήφιστο , πρό ψηφίζω count plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προψηφίσας — προψηφίσᾱς , πρό ψηφίζω count aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
προαναψηφίζω — Α αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων, προαποφασίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνά + ψηφίζω] … Dictionary of Greek