- φρᾱτορία
φρᾱτορία, ἡ, = φρατρία, φράτρα, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρᾱτορία, ἡ, = φρατρία, φράτρα, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρατορία — φρατορίᾱ , φρατορία fem nom/voc/acc dual φρατορίᾱ , φρατορία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρατορία — ἡ, Α [φράτωρ, ορος] φράτρα* … Dictionary of Greek
φρατορίαν — φρατορίᾱν , φρατορία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρατορίαρχος — ὁ, Α φατρίαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρατορία + αρχος*] … Dictionary of Greek