- φρᾱτριᾱτικός
φρᾱτριᾱτικός, das lat. curiatus, so νόμος φρατριατικός, lex curiata, D. Cass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρᾱτριᾱτικός, das lat. curiatus, so νόμος φρατριατικός, lex curiata, D. Cass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρατριατικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φράτρα* 2. φρ. «φρατριατικός νόμος» νόμος που θεσπιζόταν από την φράτρα* (Δίων Κασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φράτρα / φρατρία + κατάλ. ια τικός(βλ. λ. ικός)] … Dictionary of Greek
φρατριακός — ή, όν, Α [φράτρα / φρατρία] φρατριατικός* … Dictionary of Greek
φρατριαστικός — ή, όν, Μ [φρατριαστής] φρατριατικός* … Dictionary of Greek
φρατρικός — ή, όν, Α [φράτρα / φρατρία] φρατριατικός* … Dictionary of Greek