φρέαρ — an artificial well neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, ητός, Α βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, πηγάδι («οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ», ΚΔ) νεοελλ. 1. κάθε τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου … Dictionary of Greek
Μωρὸς ῥίψει λίθον εἰς φρέαρ, καὶ δέκα φρόνιμοι τοῦτον οὐκ ἀνελκύσουσι. — См. Дурак в воду кинет камень, а десять умных не вынут … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
φρεάτων — φρέαρ an artificial well neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρείατα — φρέαρ an artificial well neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρέασι — φρέαρ an artificial well neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρέασιν — φρέαρ an artificial well neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρέατα — φρέαρ an artificial well neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρέατι — φρέαρ an artificial well neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρέατος — φρέαρ an artificial well neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… … Dictionary of Greek