- φράστωρ
φράστωρ, ορος, ὁ, = φραστήρ, Aesch. Wegweiser, Suppl. 487.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φράστωρ, ορος, ὁ, = φραστήρ, Aesch. Wegweiser, Suppl. 487.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φράστωρ — guide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράστωρ — ορος, ὁ, Α φραστήρ*, οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω* (Ι) + επίθημα τωρ (βλ. λ. τήρας), πρβλ. πράκ τωρ] … Dictionary of Greek
φράστορα — φράστωρ guide masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράστορας — φράστωρ guide masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράστορι — φράστωρ guide masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράστορος — φράστωρ guide masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)