- φρονηματίας
φρονηματίας, ὁ, der viel Selbstgefühl, Selbstvertrauen hat, Xen. Ages. 1, 24. – Gew. im tadelnden Sinne, hochmüthig, eingebildet, dünkelhaft, Arist. pol. 5, 11, Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρονηματίας, ὁ, der viel Selbstgefühl, Selbstvertrauen hat, Xen. Ages. 1, 24. – Gew. im tadelnden Sinne, hochmüthig, eingebildet, dünkelhaft, Arist. pol. 5, 11, Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρονηματίας — φρονηματίᾱς , φρονηματίας self confident masc acc pl φρονηματίᾱς , φρονηματίας self confident masc nom sg (attic epic doric aeolic) φρονηματίᾱς , φρονηματίης masc acc pl φρονηματίᾱς , φρονηματίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονηματίας — ο, ΝΜΑ αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, υπερήφανος αρχ. 1. (με κακή σημ.) αλαζόνας, κομπαστής 2. ατίθασο, ζωηρό άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνημα, ήματος + επίθημα ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
φρονηματιῶν — φρονηματίας self confident masc gen pl φρονηματίης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονηματίαν — φρονηματίᾱν , φρονηματίας self confident masc acc sg (attic epic doric aeolic) φρονηματίας self confident masc acc sg φρονηματίᾱν , φρονηματίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) φρονηματίης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονηματίᾳ — φρονηματίαι , φρονηματίας self confident masc nom/voc pl φρονηματίᾱͅ , φρονηματίας self confident masc dat sg (attic doric aeolic) φρονηματίαι , φρονηματίης masc nom/voc pl φρονηματίᾱͅ , φρονηματίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονηματώδης — ῶδες, Α [φρόνημα, ήματος] 1. φρονηματίας 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φρονηματῶδες αλαζονεία, έπαρση … Dictionary of Greek