φραγμίτης

φραγμίτης

φραγμίτης, , zum Zaune dienlich, gehörig, vom Zaun herkommend, an Zäunen wachsend, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φραγμίτης — φραγμί̱της , φραγμίτης growing in hedges masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραγμίτης — ο, ΝΑ βοτ. μικρό κοσμοπολιτικό γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραγμός + κατάλ. ίτης*. Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. phragmitēs] …   Dictionary of Greek

  • έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… …   Dictionary of Greek

  • καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

  • αγριοκαλάμι — Κοινή ονομασία φυτού γνωστού με την επιστημονική ονομασία άγρωστις η λευκή.Ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών και είναι πόα πολυετής, με πολύκλαδο καλάμι 0,20 1 μ. Τα φύλλα του είναι επίπεδα και μικρά. Το α. φυτρώνει σε υγρά ή αρδευόμενα… …   Dictionary of Greek

  • νεροκάλαμο — το είδος καλαμιού, αλλ. φραγμίτης, αγριοκάλαμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φραγμίτην — φραγμί̱την , φραγμίτης growing in hedges masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραγμίτου — φραγμί̱του , φραγμίτης growing in hedges masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”