φραγμός — fencing in masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραγμός — ο, ΝΜΑ, και σφραγμός Α φράχτης (α. «κιγκλιδωτός φραγμός» β. «φραγμόν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (ναυτ. στρ.) α) θαλάσσια ζώνη καθορισμένων ορίων, στο εσωτερικό τής οποίας κινούνται κατά καθορισμένες, επίσης, γραμμές τα… … Dictionary of Greek
φραγμός — ο 1. φράχτης, φράγμα, διάφραγμα, διαχώρισμα. 2. μτφ., καθετί που αναχαιτίζει, παρεμποδίζει, το εμπόδιο, το κώλυμα, το πρόσκομμα: Είναι αδίσταχτος, δεν έχει κανένα φραγμό στα σχέδιά του. 3. η οδοντοστοιχία: Άμα τα πει και το φραγμό περάσουν των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φραγμοῖο — φραγμός fencing in masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραγμοῖς — φραγμός fencing in masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραγμοῖσιν — φραγμός fencing in masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραγμοί — φραγμός fencing in masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραγμοῦ — φραγμός fencing in masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραγμούς — φραγμός fencing in masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραγμῶν — φραγμός fencing in masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραγμῷ — φραγμός fencing in masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)