- φρενητίζω
φρενητίζω (Plut. de occulte viv. 2), φρενητικός, wahrscheinlich f. L, für φρενιτιάω, φρενιτίζω, φρενιτικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρενητίζω (Plut. de occulte viv. 2), φρενητικός, wahrscheinlich f. L, für φρενιτιάω, φρενιτίζω, φρενιτικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.