- φριμαγμός
φριμαγμός, ὁ, das Schnauben, übh. die heftigen, ungeduldigen Bewegungen oder Sprünge muthiger Thiere, bes. der Böcke, seltener der Pferde (Poll. 5, 82), von denen φρυαγμός das eigtl. Wort ist; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φριμαγμός, ὁ, das Schnauben, übh. die heftigen, ungeduldigen Bewegungen oder Sprünge muthiger Thiere, bes. der Böcke, seltener der Pferde (Poll. 5, 82), von denen φρυαγμός das eigtl. Wort ist; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φριμαγμός — snorting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φριμαγμός — ο, ΝΜΑ [φριμάσσομαι] το φρίμασμα αρχ. (κατά τον Αμμών.) «φριμαγμός ἡ τοῦ τράγου φωνή» … Dictionary of Greek
φριμαγμός — ο το φρύαγμα, το φρίμασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φριμαγμοῖς — φριμαγμός snorting masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φριμαγμοῦ — φριμαγμός snorting masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φριμαγμούς — φριμαγμός snorting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φριμαγμόν — φριμαγμός snorting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρίμασμα — και φρούμασμα, το, Ν [φριμάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φριμάζω, φριμαγμός … Dictionary of Greek