- φρεν-απάτης
φρεν-απάτης, ὁ, der die Seele täuscht, bethört, der Verführer, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρεν-απάτης, ὁ, der die Seele täuscht, bethört, der Verführer, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξεναπάτης — ξεναπάτης, ποιητ. τ. ξειναπάτης, ὁ (Α) 1. αυτός που εξαπατά τους ξένους 2. αυτός που προδίδει εκείνον που τόν φιλοξενεί 3. απατηλός άνεμος που πνέει στο λιμάνι, ενώ στο ανοιχτό πέλαγος πνέει άλλος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξεῖνος + απάτης… … Dictionary of Greek
ψευδαπάτης — ὁ, Α αυτός που εξαπατά με ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + απάτης (< ἀπατῶ), πρβλ. φρεν απάτης] … Dictionary of Greek