- προ-χθεσινός
προ-χθεσινός, vorgestrig, E. M. v. πρῷζον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-χθεσινός, vorgestrig, E. M. v. πρῷζον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προημερινός — ή, όν, Α αυτός που συνέβη την προηγούμενη μέρα, χθεσινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἡμερινός (< ἡμέρα)] … Dictionary of Greek
χθες — χθές, ΝΜΑ, και χτες και εχθές και εχτές Ν, και ἐχθές ΜΑ επίρρ. την αμέσως προηγούμενη ημέρα, συνήθως σε αντιδιαστολή προς το σήμερα και το αύριο (α. «τελικά, έφυγε χθες» β. «κατέβην χθὲς εἰς Πειραιᾱ», Πλάτ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. στο κοντινό… … Dictionary of Greek