- φρενό-πληκτος
φρενό-πληκτος, dessen Seele wie vom Schlage getroffen ist, mit Wahnsinn geschlagen, wahnsinnig, bethört, Aesch. Prom. 1056.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρενό-πληκτος, dessen Seele wie vom Schlage getroffen ist, mit Wahnsinn geschlagen, wahnsinnig, bethört, Aesch. Prom. 1056.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνόπληκτος — κυνόπληκτος, ον (Α) αυτός που δαγκώθηκε από σκύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, φρενό πληκτος] … Dictionary of Greek
νοόπληκτος — νοόπληκτος, ον (Α) αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. καρδιό πληκτος, φρενό πληκτος] … Dictionary of Greek
πληκτικός — ή, ό / πληκτικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί πλήξη, ο ανιαρός (α. «πληκτικός άνθρωπος» β. «πληκτική παράσταση» γ. «πληκτικό μέρος» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», Διοσκ.) αρχ. 1. ο κατάλληλος να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ δύναμις», Επίκ.) 2. ο… … Dictionary of Greek
σαννιόπληκτος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «αἰδοιόπληκτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάννιον + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, φρενό πληκτος] … Dictionary of Greek