- φρεατιος
φρεατιος, zum Brunnen gehörig (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρεατιος, zum Brunnen gehörig (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρεάτιος — α, ο / φρεάτιος, ία, ον, ΝΜΑ [φρέαρ, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φρέαρ, πηγαδήσιος 2. αυτός που προέρχεται από φρέαρ 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. φρεάτιο νεοελλ. φρ. «φρεάτιος ορίζοντας» γεωλ. ο υδροφόρος ορίζοντας … Dictionary of Greek
φρεατία — φρεατίᾱ , φρεάτιος fem nom/voc/acc dual φρεατίᾱ , φρεάτιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φρεᾱτίᾱ , φρεατία tank fem nom/voc/acc dual φρεᾱτίᾱ , φρεατία tank fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φρεᾱτίᾱ , φρεατίας masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεατίας — φρεατίᾱς , φρεάτιος fem acc pl φρεατίᾱς , φρεάτιος fem gen sg (attic doric aeolic) φρεᾱτίᾱς , φρεατία tank fem acc pl φρεᾱτίᾱς , φρεατία tank fem gen sg (attic doric aeolic) φρεᾱτίᾱς , φρεατίας masc acc pl φρεᾱτίᾱς , φρεατίας masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεατίων — φρεάτιον neut gen pl φρεάτιος fem gen pl φρεάτιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεάτιον — neut nom/voc/acc sg φρεάτιος masc acc sg φρεάτιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλμυρίκι — το Βοτ. κοινή ονομασία διαφόρων ειδών τού είδους Ταμάριξ* είναι δενδρύλλια τα οποία φύονται σε όχθες υφάλμυρων νερών ή κοντά σε παραλίες, όπου ο φρεάτιος ορίζοντας είναι υφάλμυρος … Dictionary of Greek
φρεατίδιος — ία, ον, Α φρεάτιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μετωπ ίδιος, θαλασσ ίδιος)] … Dictionary of Greek
φρεατιαίος — και φρηταῑος, αία, ον, Α 1. φρεάτιος 2. φρ. «φρεατιαῖον ὕδωρ» πηγαδήσιο νερό (Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατός + κατάλ. ιαῖος* (πρβλ. ναματ ιαῖος)] … Dictionary of Greek
φρεατίαι — φρεατίᾱͅ , φρεάτιος fem dat sg (attic doric aeolic) φρεᾱτίαι , φρεατία tank fem nom/voc pl φρεᾱτίᾱͅ , φρεατία tank fem dat sg (attic doric aeolic) φρεᾱτίαι , φρεατίας masc nom/voc pl φρεᾱτίᾱͅ , φρεατίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεατίαν — φρεατίᾱν , φρεάτιος fem acc sg (attic doric aeolic) φρεᾱτίᾱν , φρεατία tank fem acc sg (attic doric aeolic) φρεᾱτίᾱν , φρεατίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) φρεᾱτίαν , φρεατίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεατίοις — φρεάτιον neut dat pl φρεάτιος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)