- φραστικός
φραστικός, zum Sprechen, Reden gehörig, geschickt, τὸ φραστικόν, die Fähigkeit zu sprechen, Plut. plac. phil. 5, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φραστικός, zum Sprechen, Reden gehörig, geschickt, τὸ φραστικόν, die Fähigkeit zu sprechen, Plut. plac. phil. 5, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φραστικός — indicative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραστικός — ή, ό / φραστικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φράση (α. «φραστικοί τρόποι» β. «φραστικά σφάλματα» γ. «φραστικό πυροτέχνημα») αρχ. 1. ο κατάλληλος να δηλώσει, να εκφράσει κάτι 2. εκφραστικός, εύγλωττος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ … Dictionary of Greek
φραστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που είναι της φράσης: Φραστικά σφάλματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φραστικά — φραστικός indicative neut nom/voc/acc pl φραστικά̱ , φραστικός indicative fem nom/voc/acc dual φραστικά̱ , φραστικός indicative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραστικῶν — φραστικός indicative fem gen pl φραστικός indicative masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραστικόν — φραστικός indicative masc acc sg φραστικός indicative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραστικοῖς — φραστικός indicative masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραστικοί — φραστικός indicative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραστικοῦ — φραστικός indicative masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραστικῆς — φραστικός indicative fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραστικῇ — φραστικός indicative fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)