- υἱό-θετος
υἱό-θετος, zum Sohne angenommen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υἱό-θετος, zum Sohne angenommen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek