- υἱωνεύς
υἱωνεύς, ὁ, = υἱωνός, Ammon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υἱωνεύς, ὁ, = υἱωνός, Ammon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υιωνεύς — έως, ὁ ΜΑ βλ. υἱωνός … Dictionary of Greek
υἱωνεῖς — υἱωνεύς masc acc pl υἱωνεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱωνῆς — υἱωνεύς masc nom pl υἱωνεύς masc nom/voc pl υἱωνή grandson fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υιωνός — και ὑωνός και υἱωνεύς, έως, ὁ, θηλ. υἱωνή, ΜΑ, και ως θηλ. υἱωνός, ἡ, Μ ο εγγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱος + επίθημα ωνός, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών (πρβλ. οἰ ωνός, χελ ώνη) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (πρβλ.… … Dictionary of Greek