- τὤγαλμα
τὤγαλμα, zsgzgn = τὸ ἄγαλμα, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τὤγαλμα, zsgzgn = τὸ ἄγαλμα, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τώγαλμα — Α ιων. κράση αντί τὸ ἄγαλμα … Dictionary of Greek
τὤγαλμα — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδύω — (AM ἐνδύω και ἐνδύνω Α και ἐνδυνῶ, έω) 1. φορώ ενδύματα σε κάποιον, ντύνω κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην», «ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῡ Διός») 2. μέσ. ενδύομαι φορώ τα ενδύματα ή τη στολή μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν… … Dictionary of Greek