- τῡφο-μανής
τῡφο-μανής, ές, vor Stolz, Hoffarth rasend, sehr hoffärthig, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τῡφο-μανής, ές, vor Stolz, Hoffarth rasend, sehr hoffärthig, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυφομανής — ές, Μ 1. αυτός που μαίνεται από τύφο, δηλαδή από υπερβολική αλαζονεία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τυφομανές η τυφομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + μανής (< μαίνομαι*)] … Dictionary of Greek
τυφομανία — η, ΝΜΑ, και τυφωμανία Α νεοελλ. ιατρ. παραλήρημα κατά τον τυφοειδή πυρετό και τον εξανθηματικό τύφο μσν. αρχ. υπερβολική αλαζονεία, μανιώδης υπερηφάνεια αρχ. (κατά τον Γαλ.) «μικτόν τι ἐκ φρενίτιδος καὶ ληθάργου πάθημα». [ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος +… … Dictionary of Greek