- τῡφεδών
τῡφεδών, όνος, ἡ, 1) das Anbrennen, Anzünden, Callim. bei Hdn. περὶ μον. λ. 9; die Entzündung, Suid. – 2) die Fackel, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τῡφεδών, όνος, ἡ, 1) das Anbrennen, Anzünden, Callim. bei Hdn. περὶ μον. λ. 9; die Entzündung, Suid. – 2) die Fackel, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυφεδών — όνος και ῶνος, ἡ, Α 1. καύση, φλόγωση 2. πυρσός, λαμπάδα 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «Τηφεδῶνος, ὄνομα κύριον, ἢ τῆς καύσεως». [ΕΤΥΜΟΛ. < τύφομαι + επίθημα (ε)δών (πρβλ. ληθεδών, μελεδών)] … Dictionary of Greek
ηπεδανός — ἠπεδανός, ή, όν και ἠπεδανής, ές (Α) 1. αδύνατος, ασθενικός («ἠπεδανὸς δὲ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. εστερημένος τινός, αυτός ο οποίος έχασε κάτι ή τού λείπει κάτι («φάμας ἔσσεαι ἠπεδανά» θα χάσεις τη φήμη σου) 3. εκείνος… … Dictionary of Greek
ληθεδανός — ληθεδανός, ή, όν (Α) αυτός που επιφέρει λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληθεδών (πρβλ. τυφεδανός < τυφεδών] … Dictionary of Greek
τυφεδανός — και δ. τ. στυφεδανός, ὁ, Α άνθρωπος φλύαρος και ανόητος, ηλίθιος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφεδών + επίθημα ανός (πρβλ. ληθεδών: ληθεδ ανός) … Dictionary of Greek