- τῡρίδιον
τῡρίδιον, τό, dim. von τυρός, Epicharm. bei Ath. IX, 366 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τῡρίδιον, τό, dim. von τυρός, Epicharm. bei Ath. IX, 366 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυρίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού τυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. ὑδρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… … Dictionary of Greek