- τῡρίσκος
τῡρίσκος, ὁ, dim. von τυρός; Long.; Ael. H. A. 8, 5 μαντεύεσϑαι τυρίσκοις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τῡρίσκος, ὁ, dim. von τυρός; Long.; Ael. H. A. 8, 5 μαντεύεσϑαι τυρίσκοις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυρίσκος — ὁ, Α υποκορ. τού τυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. σιδηρ ίσκος)] … Dictionary of Greek
τυρίσκοι — τυρίσκος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρίσκοις — τυρίσκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρίσκων — τυρίσκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… … Dictionary of Greek