- τῡρακίνας
τῡρακίνας, ὁ. sc. πλακοῦς, eine Kuchenart, Philoxen. bei Ath. XIV, 643.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τῡρακίνας, ὁ. sc. πλακοῦς, eine Kuchenart, Philoxen. bei Ath. XIV, 643.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυρακίνας — τυρακίνᾱς , τυρακίνης cheese cake masc acc pl τυρακίνᾱς , τυρακίνης cheese cake masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρακίνης — και δωρ. τ. τυρακίνας, ὁ, Α είδος πίτας με τυρί, τυρόπιτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *τυρ άκινος (πρβλ. ὀμ φάκινος), κατά τα αρσ. σε ης] … Dictionary of Greek