- τῡρό-νωτος
τῡρό-νωτος, mit einem Rücken von Käse, πλακοῠς, Ar. Ach. 1090.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τῡρό-νωτος, mit einem Rücken von Käse, πλακοῠς, Ar. Ach. 1090.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οστρακόνωτος — ὀστρακόνωτος, ον (Α) αυτός που έχει τα νώτα καλυμμένα με όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + νῶτον (πρβλ. τυρό νωτος)] … Dictionary of Greek