- τῑμήορος
τῑμήορος, ion. statt τιμάορος, s. τιμωρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τῑμήορος, ion. statt τιμάορος, s. τιμωρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιμήορος — τῑμήορος , τιμήορος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήορος — ον, Α (ιων. και επικ. τ.) βλ. τιμωρός … Dictionary of Greek
τιμήορον — τῑμήορον , τιμήορος masc/fem acc sg τῑμήορον , τιμήορος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμωρός — ο, η / τιμωρός, όν, ΝΜΑ, και ασυναίρετος δωρ. τ. τιμάορος και ιων., επικ. τ. τιμήορος, ον και τιμάωρ, ὁ, Α (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που επιβάλλει τιμωρία σε κάποιον (α. «αυστηρός τιμωρός τών εμπόρων ναρκωτικών» β. «δίκη κακῶν τιμωρός», Σοφ … Dictionary of Greek
τιμήοροι — τῑμήοροι , τιμήορος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)