τῑμάοχος

τῑμάοχος

τῑμάοχος, poet. statt τιμοῠχος, Ehre, ein Ehrenamt habend, geehrt, verehrt, H. h. Ven. 31 Cer. 269.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τιμάοχος — τῑμάοχος , τιμάοχος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμάοχος — ον, Α (δωρ. και επικ. τ.) βλ. τιμοῡχος …   Dictionary of Greek

  • τιμούχος — και αιολ. τ. τιμῶχος και τιμάοχος, ὁ, Α 1. αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές 2. τίτλος άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῡται», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + οῦχος* (< …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”