- τῑμάεις
(τῑμάεις), τῑμᾶντα, dor. statt τιμῆντα, von τιμῇς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
(τῑμάεις), τῑμᾶντα, dor. statt τιμῆντα, von τιμῇς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιμάεις — εσσα, εν, Α (δωρ. τ.) βλ. τιμήεις … Dictionary of Greek
τιμάεις — τῑμάεις , τιμάω honour pres ind act 2nd sg (epic) τῑμά̱εις , τιμήεις honoured masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Crasis — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis … Wikipedia
συναίρεση — η / συναίρεσις, έσεως, ΝΜΑ [συναιρώ] γραμμ. η συγχώνευση, μέσα σε μία λέξη, δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου σε μακρό φωνήεν ή δίφθογγο, π.χ. αγαπάω: αγαπώ, γέα: γῆ, τιμάεις: τιμᾷς νεοελλ. χημ. προοδευτική αποβολή τού υγρού μέσου διασποράς … Dictionary of Greek
τιμήεις — και δωρ. τ. τιμάεις, εσσα, εν, και συνηρ. τ. αρσ. τιμῆς ή τιμῇς και τ. θηλ. σε επιγρ. τιμάFεσσα Α 1. (για θεούς και ανθρώπους) αυτός που είναι ή γίνεται αντικείμενο σεβασμού και τιμών, ο σεβαστός 2. (για πράγμ.) πολύτιμος, ακριβός («καὶ χρυσὸν… … Dictionary of Greek