- τῑμάωρ
τῑμάωρ, ορος, ὁ, = τιμάορος, τιμωρός, Aesch. Suppl. 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τῑμάωρ, ορος, ὁ, = τιμάορος, τιμωρός, Aesch. Suppl. 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιμάωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) βλ. τιμωρός … Dictionary of Greek
τιμάορ' — τῑμάορα , τιμάορος neut nom/voc/acc pl τῑμάορε , τιμάορος masc/fem voc sg τιμάορα , τιμάωρ masc acc sg τιμάορι , τιμάωρ masc dat sg τιμάορε , τιμάωρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμωρός — ο, η / τιμωρός, όν, ΝΜΑ, και ασυναίρετος δωρ. τ. τιμάορος και ιων., επικ. τ. τιμήορος, ον και τιμάωρ, ὁ, Α (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που επιβάλλει τιμωρία σε κάποιον (α. «αυστηρός τιμωρός τών εμπόρων ναρκωτικών» β. «δίκη κακῶν τιμωρός», Σοφ … Dictionary of Greek
τιμάορα — τῑμάορα , τιμάορος neut nom/voc/acc pl τιμάωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμάορος — τῑμάορος , τιμάορος masc/fem nom sg τιμάωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)