- τῑμητήριος
τῑμητήριος, schätzend, ehrend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τῑμητήριος, schätzend, ehrend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιμητήριος — ία, ον, Α [τιμητήρ] αυτός που γίνεται προκειμένου να τιμηθεί κάποιος, ιδίως θεός … Dictionary of Greek
τιμητηρίοις — τιμητήριος honouring masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμητηρίους — τιμητήριος honouring masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμητήρια — τιμητήριος honouring neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek