τῇπερ

τῇπερ

τῇπερ, s. ὅςπερ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τῇπερ — τῇ , ὁ lentil fem dat sg (attic epic ionic) τῇ , τῇ here indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

  • όσπερ — ήπερ, όπερ (Α ὅσπερ και ὅπερ και επικ. τ. οἷόπερ, ἥπερ, ὅπερ) ακριβώς εκείνος που, ακριβώς αυτός που αρχ. 1. (οι πλάγ. πτώσεις ως επίρρ.) α) ὅπερ i) γι αυτόν τον λόγο ii) αν και β) ἅπερ καθώς, όπως γ) οὗπερ όπου δ) ᾗπερ, δωρ. τ. ᾇπερ, ιων. τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”