τῆνο

τῆνο

τῆνο, dor. statt κῆνος, κεῖνος, ἐκεῖνος, jener, jene, jenes; Theocr. 1, 36, oft, wie Bion 1, 76; aber nicht bei Pind.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τῆνο — ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc sg (doric) τῆνος the person there neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • τήνος — Νησί των Κυκλάδων, ΒΑ της Σύρου και ΝΑ της Άνδρου, το τέταρτο σε έκταση (194,26 τ. χλμ.) και πληθυσμό του νησιωτικού συμπλέγματος. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων με πρωτεύουσα την κωμόπολη Τήνο ή Χώρα, που είναι χτισμένη στη νότια …   Dictionary of Greek

  • Τήνιος — α, ο / Τήνιος, ία, ον, ΝΜΑ [Τῆνος] 1. (το αρσ. και το θηλ.) ο κάτοικος τής Τήνου ή αυτός που κατάγεται από την Τήνο, Τηνιακός 2. (ως προσηγορικό) αυτός που προέρχεται από την Τήνο …   Dictionary of Greek

  • τηνιακός — και ντηνιακός, ή, ό, Ν 1. αυτός που προέρχεται από την Τήνο 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο Τηνιακός και η Τηνιακή ο κάτοικος τής Τήνου ή αυτός που κατάγεται από την Τήνο, Τήνιος …   Dictionary of Greek

  • Αγγέλου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από την Ύδρα. Πήρε μέρος σε ναυτικές επιχειρήσεις ως πυροβολητής στο πλοίο Τηλέμαχος και ως πυρπολητής στο πλοίο Μέδουσα, στο πλοίο Λεωνίδας κ.ά. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από το Χαλάνδρι.… …   Dictionary of Greek

  • Δεσίπρης — Επώνυμο οικογένειας ζωγράφων από την Τήνο. 1. Δημήτριος (Τήνος 1780 – Κωνσταντινούπολη 1866;). Τα έργα του είναι νεοαναγεννησιακής τεχνοτροπίας. Αρκετά από αυτά βρίσκονται σε ναούς της Τήνου. 2. Φραγκίσκος (Κωνσταντινούπολη 1808 – 1866). Γιος του …   Dictionary of Greek

  • Κοντολέων, Νικόλαος — (Χίος 1910 – Αθήνα 1975). Αρχαιολόγος, πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στην Κολονία και στο Μόναχο. Το 1933 κατέκτησε την πρώτη θέση σε διαγωνισμό …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών (Ναού Ευαγγελιστρίας Τήνου) — Το μουσείο ιδρύθηκε 1930, με πρωτοβουλία του Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, για να στεγάσει δείγματα της παραγωγής καλλιτεχνών που γεννήθηκαν στην Τήνο. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ορισμένοι από αυτούς τους καλλιτέχνες σπούδασαν …   Dictionary of Greek

  • Ουρσούλη — (Ursula). Αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Ήταν κόρη του βασιλιά της Βρετάνης η οποία, μαζί με άλλες νέες που τις είχε μυήσει στον χριστιανισμό, περιόδευσε στη Γαλατία και σε τμήμα της Γερμανίας, εκχριστιανίζοντας τον πληθυσμό. Οι Ούννοι τη… …   Dictionary of Greek

  • Σώχος — Επώνυμο δύο Ελλήνων γλυπτών. 1. Λάζαρος (Τήνος 1862 Αθήνα 1911). Από οικογένεια με μακρά παράδοση στη μαρμαρογλυπτική, ήρθε από τη γενέτειρα του στην Αθήνα όπου σπούδασε γλυπτική με δάσκαλο το σημαντικότερο εκπρόσωπο του αθηναϊκού νεοκλασικισμού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”