τήθυα, τά, = Vorigem, Arist. H. A. 4, 6 u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τήθυα — τήθυον ascidia neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήθυον — και τήθεον, τὸ, Α 1. είδος χιτωνοφόρου μαλακίου 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «τηθύα τενάγη, ἅ προχέουσιν οἱ ποταμοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τῆθος] … Dictionary of Greek