τήβεννα

τήβεννα

τήβεννα, , auch τηβεννίς, ἡ, u. τήβεννος, ἡ, Plut. Rom. 26, wie D. Hal. 3, 61, eine griechische Kleidung der Reichen u. Vornehmen (ursprünglich in Argos, Poll. 7, 61), auch τήμενος und τημενίς geschrieben, vgl. Artemid. 2, 3; später werden damit die röm. toga, trabea (vgl. D. Hal. 6, 13) u. chlamys bezeichnet; Pol. oft, λαμπρά, toga candida, 10, 4, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τήβεννα — toga fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήβεννα — ἡ, Α βλ. τήβεννος …   Dictionary of Greek

  • τηβέννας — τηβέννᾱς , τήβεννα toga fem acc pl τηβέννᾱς , τήβεννα toga fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηβένναις — τήβεννα toga fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηβέννης — τήβεννα toga fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήβενναν — τήβεννα toga fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Тога — (toga, у греческих писателей Τήβεννα) была древнейшею одеждою римлян и состояла первоначально из плотного шерстяного покрова (tego = покрывать), которым, как передником, прикрывали тело с пояса до нижней части ног. Древнейшая Т. была домашней и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • περιπόρφυρος — ον, Α (κυρίως για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή («λινοῑ περιπόρφυροι χιτωνίσκοι», Κράτ.) 2. φρ. α) «περιπόρφυρος ἐσθής [τήβεννα ή τήβεννος]» λευκό ένδυμα με πλατιά πορφυρή παρυφή το οποίο φορούσαν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί τις καθημερινές β) …   Dictionary of Greek

  • τήβεννος — Είδος μανδύα ή χλαμύδας των αρχαίων Ρωμαίων. Τη φορούσαν αρχικά άνδρες και γυναίκες, και ιστορικές πληροφορίες αναφέρουν πως την πήραν από τους Τυρρηνούς. Τη φορούσαν όλοι οι Ρωμαίοι πολίτες ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη. Η μόνη διαφορά… …   Dictionary of Greek

  • τηβέννειος — ον και δ. γρφ. τημένιος, ον Α [τήβεννα / τήβεννος] φρ. «τηβέννειος ἐσθής» εσθήτα που ανήκει στον Τήβεννο ή Τήμενο τον Αρκάδα …   Dictionary of Greek

  • τηβεννίς — και εσφ. γρφ. τημενίς, ίδος, ἡ, Α τήβεννος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήβεννα / τήβεννος + επίθημα ίς (πρβλ. πινακ ίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”