- τήμερα
τήμερα, = τήμερον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τήμερα, = τήμερον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τήμερα — Α επίρρ. βλ. σήμερα … Dictionary of Greek
σήμερα — σήμερον ΝΜΑ, και σήμερις και σήμερο και λόγιος τ. σήμερον Ν, και δωρ. τ. σάμερον και αττ. τ. τήμερον και τήμερα Α επίρρ. αυτή την ημέρα, την παρούσα ημέρα, σε αντιδιαστολή προς τη χθεσινή και προς την αυριανή (α. «δεν θα τελειώσουν τη δουλειά… … Dictionary of Greek