τἀμά

τἀμά

τἀμά, att. zsgz. = τὰ ἐμά.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τάμα — Ευχή προς θεό ή άγιο, η οποία περιέχει υπόσχεση ανταπόδοσης της χάρης με προσφορά αναθήματος ή δουλείας στο ιερό. Τα έθιμα των αρχαίων σχετικά με την ευχή προς το θείο και την προσφορά αναθήματος ή θυσίας μετά από την εκπλήρωσή της, παρέμειναν… …   Dictionary of Greek

  • τάμα — το, ατος 1. ό,τι τάζει κανείς, η υπόσχεση, το τάξιμο: Το χω τάμα ν ανάψω μεγάλη λαμπάδα. 2. αφιέρωμα, χάρισμα στο Θεό ή σε άγιο: Η εικόνα είναι γεμάτη τάματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τἀμᾷ — ἀ̱μᾷ , ἁμός 1 fem dat sg (doric aeolic) ἀ̱μᾷ , ἀμάω 1 reap corn pres subj mp 2nd sg ἀ̱μᾷ , ἀμάω 1 reap corn pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀ̱μᾷ , ἀμάω 1 reap corn pres subj act 3rd sg ἀ̱μᾷ , ἀμάω 1 reap corn pres ind act 3rd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀμά — ἀ̱μά , ἁμός 1 neut nom/voc/acc pl ἀ̱μά̱ , ἁμός 1 fem nom/voc/acc dual ἀ̱μά̱ , ἁμός 1 fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐμά , ἐμός mine neut nom/voc/acc pl ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc/acc dual ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀμά , ἡμός …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Crasis — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis …   Wikipedia

  • τάζω — ΝΜ υπόσχομαι να δώσω κάτι (α. «τού ταξε προίκα» β. «ἀλλ ἔχειν, ὡς τὸ ἔταξε, γυναῑκα στὴν ζωὴν του», Διγεν. Ακρ.) νεοελλ. 1. κάνω τάμα («έταξε στην Παναγία μια λαμπάδα ίση με το μπόι τού άρρωστου παιδιού της») 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

  • Tama (votive) — Tama (Greek: τάμα, pl. ταμάτα tamata ) are a votive offering or ex voto used in the Eastern Orthodox Churches, particularly the Greek Orthodox Church. Tamata are usually small metal plaques, which may be of base or precious metal, usually with an …   Wikipedia

  • PERDA, a PERDO — qui perdit vel Perditor, Graece φθορεὺς, apud Treb. Pollionem in Trig. Tyrannis, c. 18. Aureolus. Quietum Macriani filium, quem perdam suum esse dicebat. Ubi prius legebatur proedam. Sed Palatinus liber planis et min8me dubiosis literis exaratum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έγκληρος — ἔγκληρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει κλήρο, μερίδιο σε κάτι, μέτοχος 2. κληρονόμος («ἔγκληρον ὡς δὴ σὴν κασιγνήτην γαμῶν», Ευρ. Ιφ. εν Ταύρ.) 3. πλούσιος 4. αυτός που βρίσκεται στην κυριότητα κάποιου από κληρονομιά («ἔγκληρα πεδία τἀμὰ γῆς… …   Dictionary of Greek

  • ασημόπαιδο — το παράσταση παιδιού ή μέλους του ανθρώπινου σώματος, έκτυπη ή εγχάρακτη σε ασημένιο έλασμα, κρεμασμένη ως τάμα σε εικόνα αγίου ή της Παναγίας …   Dictionary of Greek

  • αφιέρωμα — το (Μ ἀφιέρωμα) [αφιερώ]. αυτό που αφιερώνεται στον θεό ή στους αγίους, ανάθημα, τάμα νεοελλ. δώρο, και κυρίως σύγγραμμα που προσφέρεται σε κάποιον ως ένδειξη τιμής ή ευγνωμοσύνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”