- τἀργύριον
τἀργύριον, zsgzgn statt τὸ ἀργύριον, Ar. Th. 1196 u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τἀργύριον, zsgzgn statt τὸ ἀργύριον, Ar. Th. 1196 u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταργύριον — Α (στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τὸ ἀργύριον … Dictionary of Greek
τἀργύριον — ἀργύριον , ἀργύριον small coin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερόπλους — ἑτερόπλους, ουν και ἑτερόπλοος, ον (Α) 1. τα χρήματα που δανείζεται κάποιος μόνο για ένα ταξίδι όταν αποπλέει από ένα λιμάνι για να μεταβεί σε άλλο και τα οποία επιστρέφει στον τόπο τού κατάπλου («ἑτερόπλουν τἀργύριον εἰς Ἀθήνας», Δημοσθ.) 2. (το … Dictionary of Greek
καθέψω — (Α) 1. βράζω κάτι καλά 2. παθ. καθέψομαι (για φυτά) ξεραίνομαι από τον ήλιο 3. (για πρόσ.) υφίσταμαι έντονη την επίδραση τής ηλιακής θερμότητας 4. καταπραΰνω, ησυχάζω κάτι 5. κωμ. χωνεύω («ταχύ γοῡν καθέψας τἀργύριον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek