- ταὐτ-ώνυμος
ταὐτ-ώνυμος, desselben Namens, gleichnamig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταὐτ-ώνυμος, desselben Namens, gleichnamig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή … Dictionary of Greek
ταυτώνυμος — η, ο / ταὐτώνυμος, ον, ΝΜΑ 1. ομώνυμος 2. συνώνυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. ομ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek