- ταὐτο-λογία
ταὐτο-λογία, ἡ, Wiederholung des bereits Gesagten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταὐτο-λογία, ἡ, Wiederholung des bereits Gesagten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταυτό(ν) — το, ΝΑ, και ιων. τ. τωυτό Α [κράση αντί τὸ αὐτό(ν)] εντελώς το ίδιο («είναι ένα και ταυτό») νεοελλ. φρ. (λόγιος τ.) «ταυτόν ειπείν» σαν να λέμε, με άλλα λόγια … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek