- προ-χυτός
προ-χυτός, vorn oder voran ausgegossen, hingeschüttet. Vgl. προχύται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-χυτός, vorn oder voran ausgegossen, hingeschüttet. Vgl. προχύται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προχύται — αἰ, Α 1. (ενν. κριθαί) οι ουλοχύται* («λαβὼν προχύτας... ἔβαλλε βωμούς», Ευρ.) 2. άνθη ή στεφάνια με τα οποία έρραιναν δημοφιλή πρόσωπα («προχύτας τε βαλλόντων καὶ προτρεπομένων ὥσπερ θεὸν κατευχαῑς», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χυτός (<… … Dictionary of Greek