τίμημα

τίμημα

τίμημα, τό, das durch Schätzung Bestimmte, der Werth einer Sache; auch Ehre, τύμβου, Aesch. Ch. 504; Eur. Hipp. 622; Sp., τῆς ἀξίας, Pol. 2, 62, 7. – Bes. die durch Schätzung bestimmte, zuerkannte Strafe, vorzugsweise Geldstrafe, τῆς δίκης, litis aestimatio, Ar. Vesp. 897; τίμ ημα ἐπιγράφειν τῇ δίκῃ, Plut. 480; τίμημα δὲ ὅ τι χρὴ πάσχειν ἢ ἀποτίνειν, Plat. Legg. XII, 941 a; τιμάτω τὸ δικαστήριον τίμημα, X, 907 e, u. öfter; Dem. 29, 2 u. öfter; τῆς ἀδικίας, Pol. 6, 14, 6; auch von Todesstrafe, Din. 1, 60. – Die Schätzung eines Bürgers nach seinem Vermögen, der Census, und die darnach bestimmte Klasse; οἱ τὰ μέγιστα τιμήματα κεκτημένοι, Dem. 27, 7; τὸ τίμημα τὸ ἐπιγεγραμμένον τοῖς χρήμασιν, Lys. 17, 7. 19, 48; ὁ μεγίστου τιμήματος ὤν, Plat. Legg. IX, 880 d, wie ὁ μέγιστον τίμημα ἔχων, VI, 754 d; ἡ ἀπὸ τιμημάτων πολιτεία, Rep. VIII, 550 c, die auf dem Census beruhende Staatsverfassung; ἐκ τιμημάτων ἔχουσα τοὺς ἄρχοντας, 553 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τίμημα — honouring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίμημα — το, ΝΜΑ [τιμῶ] νεοελλ. 1. το αντίτιμο, το χρηματικό ποσό με το οποίο τιμάται ένα πράγμα 2. το αντάλλαγμα για την απόκτηση ή τη διατήρηση ενός αγαθού, το κοινωνικό και ψυχολογικό κόστος μιας στάσης ή μιας ενέργειας («το τίμημα για την ανάκτηση τής …   Dictionary of Greek

  • τίμημα — το, ατος 1. το αντίτιμο, η αγοραστική αξία. 2. υπολογισμός της αξίας: Αυτό ήταν το τίμημα για τις υπηρεσίες μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τίμημ' — τίμημα , τίμημα honouring neut nom/voc/acc sg τί̱μημι , τιμάω honour pres ind act 1st sg τί̱μημαι , τιμάω honour pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Тимема —    • Τίμημα,          см. Φυλή, Фила, 6; Πρόσοδοι Доходы государства, Ι, 7, 11; Iudicium, Судопроизводство, 15; и Πολιτει̃αι, Правления формы, 8 …   Реальный словарь классических древностей

  • τιμημάτων — τίμημα honouring neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήμασι — τίμημα honouring neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήμασιν — τίμημα honouring neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήματα — τίμημα honouring neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήματι — τίμημα honouring neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήματος — τίμημα honouring neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”