- τίαρις
τίαρις, ἡ, seltene Nebenform von τιάρα, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τίαρις, ἡ, seltene Nebenform von τιάρα, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιάρις — Α βλ. τιάρα … Dictionary of Greek
τιάρα — η, ΝΜΑ, και τίαρις και τιάρας, ου, και ιων. τ. τιήρης, εω, ὁ, Α 1. (στην αρχαία Ανατολή και στο Βυζάντιο) επίσημο υψηλό και συμπαγές κάλυμμα τής κεφαλής, σύμβολο θεών και τής βασιλικής εξουσίας 2. κάλυμμα τής κεφαλής τών Περσών στρατιωτών νεοελλ … Dictionary of Greek