- τέθηλα
τέθηλα, perf. von ϑάλλω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέθηλα, perf. von ϑάλλω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέθηλα — θάλλω sprout perf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθήλασι — τεθήλᾱσι , θάλλω sprout perf ind act 3rd pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθήλασιν — τεθήλᾱσιν , θάλλω sprout perf ind act 3rd pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… … Dictionary of Greek
θηλέω — και δωρ. τ. θαλέω (Α) 1. (για λειμώνες και αγρούς) θάλλω, ανθώ, πρασινίζω (α. «λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον», Ομ. Οδ. β. «θάλησε σελίνοις», «Πίνδ.) 2. μτφ. αυξάνομαι, ευδοκιμώ 3. κάνω κάποιο φυτό να ανθήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός… … Dictionary of Greek
dhā̆ l- — dhā̆ l English meaning: to blossom, be green Deutsche Übersetzung: “blũhen, grũnen” Material: Arm. dalar “green, fresh”; Gk. θάλλω “ blossom, be green, flourish”, perf. τέθηλα, Dor. τέθᾱλα, whereof present θηλέω, Dor. θᾱλέω ds … Proto-Indo-European etymological dictionary