- τέλλις
τέλλις, ἡ, = Vor., Epicharm. bei Ath. III, 85 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέλλις, ἡ, = Vor., Epicharm. bei Ath. III, 85 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Τέλλις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλλις — Όνομα διαφόρων μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους 5 γιους του Τισαμενού, γιου του Ορέστη, που συμβασίλευε με τους αδελφούς του Δαϊμένη, Σπάρτωνα και Λεοντομένη, μετά τον θάνατο του πατέρα του. 2. Ο πατέρας του Σπαρτιάτη… … Dictionary of Greek
Τέλλιδος — Τέλλις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τέλλιν — Τέλλις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελλίνη — η, ΝΑ, και τελλίνα Ν, και δωρ. τ. τελλίνα και τέλλη και τέλλις Α νεοελλ. ζωολ. συγγενικό προς το γένος δόναξ γένος δίθυρων μαλακίων τής οικογένειας τελλινίδες είδη τού οποίου απαντούν και στην Ελλάδα αρχ. είδος μικρού οστράκου, το οποίο, λόγω τού … Dictionary of Greek
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek