τέλσον

τέλσον

τέλσον, τό, poet. Nebenform von τέλος, Ende, Gränze, τέλσον ἀρούρης, νειοῖο, das abgegränzte, abgesteckte Stück Saatland, Il. 13, 707. 18, 544. 547.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τέλσον — τέλλω accomplish aor imperat act 2nd sg (epic) τέλλω accomplish fut part act masc voc sg (epic) τέλλω accomplish fut part act neut nom/voc/acc sg (epic) τέλσον headland neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλσο — το / τέλσον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. α) το πυγίδιο β) το άζυγο ακραίο μεταμερές τών καρκινοειδών, τού λιμούλου, καθώς και το δωδέκατο κοιλιακό μεταμερές ορισμένων προνυμφών εντόμων και τών πρωτούρων αρχ. 1. το ακραίο σημείο εδαφικής έκτασης στο οποίο ο… …   Dictionary of Greek

  • καρκινοειδή — Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή… …   Dictionary of Greek

  • τέλσω — τέλλω accomplish aor subj act 1st sg (epic) τέλλω accomplish fut ind act 1st sg (epic) τέλλω accomplish aor ind mid 2nd sg (epic) τέλσον headland neut nom/voc/acc dual τέλσον headland neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Telson — (Detail) von Hemimysis anomala. Rechts: Uropod Das Telson (von altgriechisch τέλσον Grenze, in älterer Literatur häufig auch als Pygidium bezeichnet) ist der letzte, den After tragende Körperabschnitt der Gliederfüßer (Arthropoden). Es ist, wie… …   Deutsch Wikipedia

  • telson — ► sustantivo masculino ZOOLOGÍA Último segmento del abdomen de los artrópodos. * * * telson (del gr. «télson», extremo) m. Zool. Último segmento del cuerpo de los *crustáceos. * * * telson. (Del gr. τέλσον, extremo). m. Zool. Último segmento del… …   Enciclopedia Universal

  • πλεοτέλσον — το, Ν ζωολ. σύνολο που σχηματίζεται από την κοιλία και το τέλσον σε ορισμένα καρκινοειδή …   Dictionary of Greek

  • προσακτριδοπόρα — τα, Ν ζωολ. τάξη μικροσκοπικών αραχνιδίων με λεπτό επίμηκες μεταμερές σώμα, με τριμερείς χωληκεραίες και με νηματόμορφο τέλσον, τα οποία απαντούν στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές ζώντας κάτω από πέτρες, μέσα στον χούμο τών δασών ή σε… …   Dictionary of Greek

  • τέλσας — Α (κατά τον Ησύχ.) «στροφάς, τέλη, πέρατα». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέλσον] …   Dictionary of Greek

  • δεκάποδα — Τάξη καρκινοειδών μαλακοστράκων. Τα δ., στα οποία περιλαμβάνονται τα πιο μεγάλα καρκινοειδή (π.χ. ο ιαπωνικός καρκίνος, του οποίου το άνοιγμα των βαδιστικών ποδιών μπορεί να φτάσει έως 3 μ.), έχουν πέντε ζεύγη βαδιστικών ποδιών και, μπροστά από… …   Dictionary of Greek

  • καραβίδες — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά στην Ελλάδα δύο διαφορετικά είδη μαλακοστράκων της τάξης των δεκαπόδων, που ανήκουν το ένα στο θαλάσσιο γένος νέφρωψ και το άλλο στο γένος αστακός. To πρώτο, ο νέφρωψ ο νορβηγικός (θαλασσινή κ. ή αστακογαρίδα),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”