τέθρ-ιππος

τέθρ-ιππος

τέθρ-ιππος, mit vier Pferden bespannt, vierspännig; ἅρμα, Pind. I. 1, 14, wie Eur. Suppl. 517; ζεῦγος, Aesch. frg. 374; ὄχος, Eur. Hipp. 1212; auch ἅμιλλαι, das Wettfahren mit dem Viergespann, Hel. 393.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρύψιππος — κρύψιππος, ον (Α) 1. αυτός που, επειδή είναι μικρόσωμος, κρύβεται από έναν ίππο 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κρύψιππος σκωπτική ονομασία τού μικρόσωμου Χρυσίππου από τον φιλόσοφο Καρνεάδη, επειδή τον ανδριάντα τού Χρυσσίπου στον Κεραμεικό τόν… …   Dictionary of Greek

  • μονόιππος — η, ο (Α μονόϊππος, ον) νεοελλ. (για αμάξι) αυτός που σύρεται από ένα μόνο άλογο, μόνιππος αρχ. αυτός που έχει ένα μόνο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἵππος (πρβλ. τέθρ ιππος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”