- τένθης
τένθης, ὁ, ein Leckermaul, Näscher; Cratin. bei Ath. VII, 305 d; Ar. Pax 974. 1086; Sp.; Tim. lex. Pl. erklärt γαστρίμαργος, Hesych. λίχνος. Vgl. auch προτένϑης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τένθης, ὁ, ein Leckermaul, Näscher; Cratin. bei Ath. VII, 305 d; Ar. Pax 974. 1086; Sp.; Tim. lex. Pl. erklärt γαστρίμαργος, Hesych. λίχνος. Vgl. auch προτένϑης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τένθης — gourmand masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τένθης — ὁ, Α 1. λαίμαργος («ἄλλοις τένθαις πολλοῑς», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «λωποδύται, μοιχοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. τένδω*, αν δεχθεί κανείς τη σημ. «εσθίω, λιχνεύω» (βλ. λ. τένδω)] … Dictionary of Greek
τένθαι — τένθης gourmand masc nom/voc pl τένθᾱͅ , τένθης gourmand masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τένθαις — τένθης gourmand masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τένθη — τένθης gourmand masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τένθην — τένθης gourmand masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τένθου — τένθης gourmand masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
tem-1, tend- — tem 1, tend English meaning: to cut Deutsche Übersetzung: ‘schneiden” Material: Gk. τέμνω, Hom. Ion. Dor. τάμνω (Hom. τέμει) “cut, bite” (ἔταμον and ἔτεμον, τεμῶ, τέτμηκα, τμητός); τομός “incisive”, τόμoς “break, section, part;… … Proto-Indo-European etymological dictionary
λιχνοτένθης — λιχνοτένθης, ὁ (Α) λαίμαργος, λειχούδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίχνος + τένθης «λειχούδης»] … Dictionary of Greek
προτένθης — ὁ, ἡ, Α 1. στον πληθ. οἱ, αἱ προτένθαι α) αυτοί που γιόρτασαν τη γιορτή τής Δορπίας β) (στην αρχαία Αθήνα) εκείνοι που αγόραζαν εκ τών προτέρων τα τρόφιμα προτού αυτά μεταφερθούν στην αγορά και τά πουλούσαν σε ανώτερη τιμή, οι μεταπωλητές 2. ως… … Dictionary of Greek
τένδω — και αττ. τ. τένθω Α ροκανίζω («τένδει ἐσθίει ἤ λιχνεύει», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Αν δεχθεί κανείς για το ρ. τη σημ. «κόβω, ροκανίζω», είναι δυνατόν να τό συνδέσει με το λατ. tondeo «κόβω, τέμνω, κλαδεύω» (πρβλ. σπένδω:… … Dictionary of Greek